τρανσφερ(ρ)ίνη

τρανσφερ(ρ)ίνη
η, Ν
(βιοχ.) πρωτεΐνη τού ορού τού αίματος η οποία μεταφέρει τρισθενή σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. transferrin < trans- (< λατ. trans «πέρα, πάνω από κάτι») + λατ. ferrum «σίδηρος» + κατάλ. -ίνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”